- δουρίφατος
- δουρί-φᾰτος, ον,A slain by the spear, Opp.H.4.556.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουρίφατος — δουρίφατος, ον (Α) σκοτωμένος με δόρυ … Dictionary of Greek
δουριφάτους — δουρίφατος slain by the spear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)